«Το έθιμο της βασιλόπιτας μέσα από λαογραφικά τεκμήρια»

Γράφει η Δρ Μαρία Βραχιονίδου, Λαογράφος, Γλωσσολόγος 

Αναζητώντας τις απαρχές του εθίμου της βασιλόπιτας κατανοούμε ότι αυτό σχετίζεται με δύο κυρίως άξονες που είναι παρόντες στη λαογραφία και την ανθρωπολογία των περισσότερων λαών και ασφαλώς και του ελληνικού: α) ο πρώτος έχει να κάνει με τον ευετηριακό χαρακτήρα του εθίμου, δηλαδή πρόκειται για έθιμο που αποσκοπεί στην εξασφάλιση της ευτυχίας, της αφθονίας και της καλής τύχης ενώ β) ο δεύτερος συνδέεται με τη μαντική και τις απαρχές, τη δυνατότητα δηλαδή να προβλέπει κανείς το μέλλον σε κάθε στιγμή που κάτι καινούριο ξεκινά (εν προκειμένω, τη νέα χρονιά και την έκβαση των γεγονότων που θα τη συνοδεύσουν). Οι δύο αυτοί άξονες, της ευετηρίας και της μαντικής, συχνά συνυπάρχουν. Όπως εξηγεί η Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος (19862: 21): "Οι συμβολικές λέξεις και πράξεις που αποσκοπούν να εξασφαλίσουν -για την κάθε οικογένεια χωριστά, αλλά και για την κοινότητα στο σύνολό της- την ευτυχία για την καινούρια χρονιά είναι πολλές, πάρα πολλές, γιατί κάθε τόπος έχει τις δικές του. Στη λαογραφική βιβλιογραφία τις βρίσκει κανείς συγκεντρωμένες στο λήμμα 'ευετηριακά έθιμα' (δηλαδή, έθιμα που θέλουν να εξασφαλίσουν την ευετηρία, την καλοχρονιά). Επειδή όμως οι άνθρωποι ξέρουν πως, ό,τι κι αν κάνουν αυτοί, τον τελευταίο λόγο τον έχει πάντοτε η θεά Τύχη -ή όπως αλλιώς θέλει να την ονομάσει κανείς- γι΄αυτό, στο κατώφλι του καινούριου χρόνου, προσπαθούν επίσης να μαντέψουν το μέλλον και να δοκιμάσουν την τύχη τους. Μαζί, λοιπόν, με τα ευετηριακά έθιμα, στο χρονικό σημείο της πρωτοχρονιάς τοποθετούνται και οι μαγικές πράξεις και τα τυχερά παιχνίδια".

Α) Η ευετηριακή λειτουργία του εθίμου

i."Εορταστικοί άρτοι" και "μελίπηκτα"

Η ευετηριακή ιδιότητα του εθίμου, πάντως, μας οδηγεί στην ελληνική αρχαιότητα και στο έθιμο των "εορταστικών άρτων". Σύμφωνα με τα λεγόμενα πολλών λαογράφων (βλ. Λουκάτος, Βρετάκος κ.ἀ.), εορταστικοί άρτοι προσφέρονταν τιμητικά στους θεούς κατά τη διάρκεια αγροτικών γιορτών ως απαρχές (δηλ. ως προσφορά από τη νέα σοδειά). Έτσι, στα "Θαλύσια", τη γιορτή του θερισμού που ήταν αφιερωμένη στη θεά Δήμητρα, έφτιαχναν τον θαλύσιον άρτον, ένα καρβέλι δηλαδή από το νέο σιτάρι, και το πρόσφεραν στη θεά. Άλλωστε και σε άλλες γιορτές της Δήμητρας, όπως τα Θεσμοφόρια, της πρόσφεραν μεγάλους άρτους, γι' αυτό μάλιστα την αποκαλούσαν και "μεγάλαρτο". Αντίστοιχα, στα Θαργήλια, μια γιορτή προς τιμήν του θεού Απόλλωνα, πρόσφεραν στον θεό τιμητικά τον θαργήλιον άρτον. 
  Η βασιλόπιτα πάντως σχετίζεται, πέρα από τους "εορταστικούς άρτους" και με τα "μελίπηκτα" των αρχαίων προγόνων μας, δηλ. τα γλυκά ή μελωμένα ψωμιά ή κουλούρια, τα οποία φτιάχνονται και προσφέρονται στους θεούς και τα πνεύματα του κάτω κόσμου, με σκοπό την εξευμένιση ή την εξασφάλιση της ευμένειάς τους. Πρόκειται για μια συνήθεια που συνεχίζεται μέχρι σήμερα σε ποικίλες περιστάσεις, όπως π.χ. τα πρόσφορα που κατασκευάζουμε στα μνημόσυνα. Γράφει σχετικά ο Δ. Λουκάτος (1997): "Υπήρχε επίσης στην αρχαιότητα η συνήθεια των 'μειλιχίων προσφορών' στους δαίμονες και στους θεούς του Άδου, από μέλι κυρίως και αγροτικά ηδύσματα, η 'μελιττούτα' ή 'μελιττούς' για τον ιερόν όφι της Ακροπόλεως, άλλοι πλακούντες και μελίπηκτα για τους νεκρούς, που τα πήγαιναν στους τάφους ή τα χρησιμοποιούσαν στα νεκρόδειπνα, μαζί με καρπούς. Η συνήθεια συνεχίζεται στον ελληνικό λαό, όταν θέλει να εξευμενίσει τις Μοίρες και τις Νεράιδες, ή τις Αρρώστεις, συνεχίζεται στα μνημόσυνα των αγίων και των νεκρών με τα μελωμένα ή ζαχαρόμικτα κόλλυβα, συνεχίζεται ακόμη και στην προσφορά του λατρευτού άρτου, που η επιφάνειά του αλείφεται με μέλι ή ζάχαρη. Τέτοια είναι και τα μελομακάρονα της Πρωτοχρονιάς, οι μικροί πλακούντς με το μέλι, που ίσως κι αυτοί κατάγονται από μειλίγματα στους νεκρούς. Γενικά, η προσφορά ηδυσμάτων, από τη ζωολατρία και τη νεκρολατρία, κι από την καθαρή λατρεία των θεών ως τους γάμους και τις σύγχρονες εθιμικές επισκέψεις, έχει σκοπό την εξευμένιση του δαίμονος, την ομοιοπαθητική πορεία προς το ηδύ, αλλά και τον εκβιασμό ή τη μετάπειση της Τύχης, να μας είναι γλυκειά και ευχάριστη. 
  Η βασιλόπιτα λοιπόν είναι συνδυασμός του 'εορταστικού άρτου' και του 'μελιπήκτου' των αρχαίων προσφορών, τόσο προς τους θεούς όσο και προς τους νεκρούς ή τους κακούς δαίμονες, για την εξασφάλιση της ευετηρίας, της υγείας, της μαντικής και της καλής τύχης. Είναι άρτος χαρούμενος, όταν γίνεται φουσκωτή από τη ζύμη και κόβεται ανήμερα το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς, κι είναι πλακούς σχεδόν νεκρολατρικός, όταν ετοιμάζεται άζυμη αποβραδίς και κόβεται στο δείπνο ή τα μεσάνυχτα. Είναι οπωσδήποτε μια προσφορά στους θεούς και στους αγίους, ή στα αόρατα πνεύματα των νεκρών και των άλλων στοιχειών. Απόδειξη, οι απαρχές, δηλ. τα κομμάτια που ξεχωρίζουμε για το Χριστό, την Παναγία, τον Άι-Βασίλη, το σπίτι (τα εφέστια πνεύματα), τους αγρούς (τα πνεύματα της παραγωγής), τα ζώα (παλαιός τοτεμισμός;), τους πεθαμένους και τους ξενιτεμένους. Απόδειξη επίσης η τοποθέτηση κομματιών της πίτας στις βρύσες ή στο προσκέφαλο του ύπνου για μαντική".

Σήμερα πάντως η βασιλόπιτα μπορεί να παρασκευάζεται και να στολίζεται με ποικίλους τρόπους, ανάλογα με την περιοχή, τα προϊόντα της και τις προτιμήσεις των κατοίκων. Συνήθως παρασκευάζεται από αλεύρι, αυγά, ζάχαρη, γάλα, αναλόγως του είδους, και είναι φουσκωτή και αφράτη. Μπορεί να είναι γλυκιά ή αλμυρή, να παίρνει τη μορφή στολισμένου ψωμιού ή κουλούρας, να έχει στολίδια από ξηρούς καρπούς ή φρούτα. Αλλά μπορεί και να είναι γεμισμένη με τυρί, να έχει φύλλα και πολλά άλλα γευστικά χαρακτηριστικά, ενώ πάνω στην επιφάνειά της συνηθίζεται να αναγράφεται η αρίθμηση του νέου έτους με σειρά αποφλοιωμένων αμυγδάλων. Την ποικιλία στη μορφή της βασιλόπιτας βεβαιώνουν πολλοί λαογράφοι: "Η βασιλόπιτα (κουλούρα) συνηθίζεται να παρασκευάζεται μέχρι και σήμερα σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Η βασιλόπιτα, η οποία σύμφωνα με την παράδοση συνδέεται με τον Άγιο Βασίλειο, επίσκοπο Καισαρείας, τον γνωστό μας Άι Βασίλη, παρασκευάζεται με διαφορετικό τρόπο από τόπο σε τόπο. Έτσι, αλλού (Θεσσαλία, Μακεδονία κ.α.) είναι τυρόπιτα ή κρεατόπιτα, αλλού γλύκισμα (πρόσφυγες Μ. Ασίας) ή γλυκό ψωμί ζυμωμένο με διάφορα μυρωδικά. Μέσα στο ψωμί αυτό τοποθετούνταν παλιότερα, εκτός από το νόμισμα, που τοποθετείται μέχρι σήμερα παντού, και σύμβολα της κύριας ασχολίας των μελών της οικογένειας. Π.χ. ο αμπελουργός έβαζε μικρό κομμάτι από κλήμα, ο γεωργός σιτάρι ή άχυρο κ.λπ. Η κοπή της βασιλόπιτας γινόταν την πρωτοχρονιά και μερίδιο είχαν όλα τα μέλη, κατά σειράν ηλικίας, καθώς και οι ξενιτεμένοι και οι φιλοξενούμενοι, όπως και ο Άι-Βασίλης, ο Χριστός και το σπίτι" (Καμηλάκη &Καραμανές 2008: 116).

   ii. Ο κυκλικός χρόνος, οι νεκρικές προσφορές και το "στοιχειό του σπιτιού"

Οι εδώδιμες προσφορές σε πνεύματα νεκρών ή σε θεότητες που σχετίζονται με τους νεκρούς είναι πιο φανερές σε τρόφιμα όπως τα "πολυσπόρια" (βρασμένο σιτάρι με ζάχαρη και προσθήκη διάφορων άλλων υλικών, π.χ. ξηρών καρπών, σποριών ροδιού κ.λπ.). Τα πολυσπόρια προσφέρονται εν είδει κολλύβων ή άλλου εδέσματος σε πολλές γιορτές (π.χ. τα εισόδια της Θεοτόκου), αλλά και την παραμονή Πρωτοχρονιάς, καθώς θεωρείται ότι την περίοδο του Δωδεκάμερου οι νεκροί είναι παρόντες. Σε αρκετά μέρη της Ελλάδας μάλιστα γίνονται αντιληπτά ως "τα κόλλυβα τ' άη Βασίλη". Ενίοτε, τα "κόλλυβα" αυτά συνδέονται και με τη βασιλόπιτα, ακολουθώντας τη λαϊκή πίστη για τον "κυκλικό χρόνο", που συνδέει το πριν με το μετά, τη φθορά με την αναγέννηση, τον θάνατο με τη ζωή, τη μνήμη των νεκρών με την αφθονία και την ευημερία. Έτσι, π.χ.: "Στην Κύπρο βράζουν εκλεκτό σιτάρι και το αναμειγνύουν με αμύγδαλα, σταφίδες, σπειριά ροδιών, κανέλα και ζάχαρη, κάνουν τα «κόλλυφα τ'αϊ-Βασιλείου (τα βασιλούδια)» κι αφού γεμίσουν ένα δίσκο με αυτά και βάλουν επάνω τη βασιλόπιτα με μια μικρή αναμμένη λαμπάδα επάνω της, τον τοποθετούν κάτω απ'το εικονοστάσι του σπιτιού. Στη Σκόπελο της Θράκης όλοι όσοι κάθονται στο τραπέζι παίρνουν στα χέρια τους κόλλυβα απ' το πιάτο, τα πετούν ψηλά προς την πόρτα του σπιτιού και λένε: «Όσα κ'κια ρίχνω, τόσ' αμάξια στάρ' να μου δωσ' ο καινούριος χρόνος. Ο καινούριος χρόνος βοήθεια! Όσα κ'κια στη φούχτα, τόσες αγελάδες, τόσα πρόβατα κ.τ.λ.» (Μέγας, 19922[1988]: 70) 

Η εξευμένιση πνευμάτων χθόνιων θεών με προσφορά άρτου ή γενικά τροφών γίνεται επίσης φανερή στην περίπτωση του "στοιχειού του σπιτιού", δηλ. ενός πνεύματος που κατοικεί στο σπίτι και το φυλάει, και συχνά παρουσιάζεται στα μέλη της οικογένειας με τη μορφή ενός, μη δηλητηριώδους, φιδιού, το οποίο γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο απαγορεύεται να σκοτώσουν ή να ενοχλήσουν. Κατά τον Μέγα, το πρώτο κομμάτι της βασιλόπιτας που κόβεται "για το σπίτι", δεν είναι παρά έμμεση υπόμνηση αυτού του "στοιχειού του σπιτιού": «[...] Έτσι το κομμάτι του σπιτιού, που κόβεται αμέσως μετά το κομμάτι του αγίου Βασιλείου, πιθανώς είναι προσφορά προς το «στοιχειό του σπιτιού», τον αγαθό δαίμονα που, κατά την κοινή πίστη, κατοικεί στο σπίτι και το προστατεύει εμφανιζόμενος στους ενοίκους με τη μορφή φιδιού, όπως ο «Αγαθός Δαίμων», δηλαδή «ο οίκουρος όφις» των αρχαίων» (Μέγας, 19922[1988]: 69, *βλ.Ν.Γ.Πολίτη, «Παραδόσεις»). Ο Πολίτης στις Παραδόσεις του (τόμ. Β, σελ.241) συνδέει επίσης τις εδώδιμες προσφορές προς το φίδι του σπιτιού με το μοίρασμα της βασιλόπιτας: «[...] Στη Ζάκυνθο έβαζαν άλλοτε ψωμί στην τρύπα όπου κατοικούσε το φίδι του σπιτιού κι όταν εμφανιζόταν, του πρόσφεραν ψωμί και σταφίδες. Τέτοιου είδους προσφορές στο στοιχειό του σπιτιού πρέπει να γίνονταν συνήθως την Πρωτοχρονιά, και μετεξέλιξη του εθίμου είναι το μοίρασμα της βασιλόπιτας, όπου το πρώτο κομμάτι, «του σπιτιού», προοριζόταν μάλλον για το στοιχειό «του σπιτιού[...]».

Β) Η μαντική λειτουργία του εθίμου

Σχετικά τώρα με τον ρόλο της βασιλόπιτας ως τροφής με μαντική λειτουργία, αυτός φαίνεται πως εστιάζεται στη στιγμή κατανάλωσής της την πρώτη μέρα του έτους: μια στιγμή κατεξοχήν εναρκτήρια, άρα ενδεδυμένη με "διαβατήρια" σημασία, εφόσον λειτουργεί ως ορόσημο του χρόνου. Κάθε τέτοια στιγμή, όπως είπαμε, ακολουθείται από έθιμα και τελετουργίες όχι μόνον ευετηριακού αλλά και μαντικού χαρακτήρα. (βλ. και Λουκάτος, Βρετάκος, Μερακλής, Λαμνάτος, Καραπατάκης κ.ά.).Τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς, όπως και οι γιορτές όλου του Δωδεκάμερου, προέρχονται, όπως έχει δείξει η έρευνα (βλ. και Κυριακίδου-Νέστορος (19862: 21-22), από ανάλογες γιορτές των ρωμαϊκών χρόνων, που εντοπίζονται στις χειμερινές τροπές του ήλιου, δηλ. στα τέλη Δεκεμβρίου-αρχές Ιανουαρίου, γιορτές που με τη σειρά τους είχαν ενσωματώσει στοιχεία της αρχαιοελληνικής λατρείας παράλληλα με έθιμα της Ανατολής. Οι κυριότερες από αυτές τις ρωμαϊκές γιορτές ήταν τα Σατουρνάλια [Κρόνια] (γιορτή προς τιμήν του θεού Saturnus, αντίστοιχου του αρχαιοελληνικού Κρόνου), το Γενέθλιον του Αηττήτου Ήλιου, η Πρώτη των Καλενδών (αντίστοιχη της Πρωτοχρονιάς) κ.λπ. Όπως εξηγεί η Κυριακίδου -Νέστορος (19862: 22-23) «η χριστιανική εκκλησία πήρε από την αρχή, όπως ήταν φυσικό, έντονα εχθρική στάση απέναντι στις ειδωλολατρικές αυτές γιορτές. [...] [Όμως αργότερα] η ίδια η εκκλησία ευνόησε ορισμένες ταυτίσεις, όπως λ.χ. του Μίθρα με το νεογέννητο Χριστό και του βασιλιά των Σατουρναλίων, εφόρου των τυχερών παιχνιδιών, με το Μέγα Βασίλειο (μέσα από την παρετυμολογία Βασίλης - βασιλιάς). Έτσι, στα νεοελληνικά έθιμα, ο άη-Βασίλης, σεπτός ιεράρχης της εκκλησίας, έχει αποχτήσει και μιαν άλλη παράξενη ιδιότητα, να φανερώνει στους ανθρώπους την τύχη τους: απόδειξη το φλουρί της βασιλόπιτας, αλλά και ένα σωρό άλλες μαντικές πράξεις που εντοπίζονται τη μέρα της γιορτής του και ποικίλλουν από τόπο σε τόπο. Στην Κύπρο λ.χ. το βράδυ της παραμονής του αγίου Βασιλείου παίρνουν κλαδιά ελιάς, κόβουν τα φύλλα τους και "παίζουν", όπως λένε, "τον άη-Βασίλη", καθισμένοι μπροστά στη φωτιά. Ρίχνουν, ο ένας μετά τον άλλον, στη φωτιά ένα φύλλο ελιάς και λένε: 'άη-Βασίλη βασιλιά, που ξουσιάζεις τον τουνιάν, δείξε και φανέρωσε αν μ' αγαπά (ο τάδε ή ο δείνα)'. Και παρατηρούν τις κινήσεις του φύλλου μέσα στη φωτιά. Ζωηρή κίνηση σημαίνει ζωηρή αγάπη, αδύναμη κίνηση σημαίνει αδύναμη αγάπη, κάψιμο χωρίς κίνηση, καθόλου αγάπη. Στη Σκύρο μαντεύονται αλλιώς. Το πρωί του αγίου Βασιλείου πάνε στον σταύλο κι αφού βάλουν τα βόδια να πρωτοπατήσουν σε σίδερο, για να είναι σιδερένια όλο το χρόνο, περνάνε ύστερα τη βωδόκλορα (βοϊδοκουλούρα, δηλαδή που ζυμώνουν επίτηδες για τα βόδια αυτή τη μέρα) απ' το κέρατο του βοδιού. Καθώς τινάζει αυτό το κεφάλι του, για να ελευθερωθεί, πέφτει η κουλούρα. Ανάλογα με το πώς θα πέσει, μπρούμυτα, ίσια ή όρθια, μαντεύονται αν η σοδειά θα 'ναι καλή για το κριθάρι, το σιτάρι ή το λαθούρι. έπειτα δίνουν τη μισή κουλούρα να τη φάει το βόδι και την άλλη μισή ο παραγιός ή ο βοσκός». Μαντικά σημάδια όμως (εκτός βεβαίως του 'φλουριού') κρύβουν, σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας, και μέσα στη βασιλόπιτα. Έτσι, στο Καβαλλάρι Θεσσαλονίκης, «οι [πρόσφυγες] Θρακιώτες, την παραμονή κάναν πίτα με φύλλα και συγκεκριμένα τυρόπιτα. Την φτιάχναν κανονικά, όπως όλο το χρόνο, όμως κάτω από το δεύτερο φύλλο βάζανε διάφορα σημάδια τυλιγμένα σε λαδόχαρτα και ένα νόμισμα. Τα σημάδια αυτά ήταν για το στάρι ένα με δύο κομματάκια άχυρο. Για τις κότες ένα τσαταλάκι ξύλινο σε σχήμα Ψ όπως τα πόδια τους, για το σπίτι ένα ίσιο ξυλαράκι, για τα χωράφια άλλο κ.λπ. Τη δραχμή τη βάζανε στη μέση. Η πίτα αυτή κοβόταν σε τόσα κομμάτια όσα και τα άτομα της οικογένειας μαζί με ένα κομμάτι για τον μουσαρίρη, δηλαδή τον Χριστό. Μετά, ο κάθε ένας κοίταζε τι έτυχε. Πιο τυχερός ήταν αυτός που θα κέρδιζε το νόμισμα. Ο κάθε ένας από τους άλλους ανάλογα με το τι του τύχαινε έλεγε για παράδειγμα: 'Εγώ έχω τις κότες φέτος, δε θα πάτε κοντά, είναι δικές μου'» (Μανάβη 1999: 82)

Το νόμισμα της βασιλόπιτας

Όσο για το νόμισμα της βασιλόπιτας, φαίνεται πως κι αυτό έλκει την καταγωγή του από τα ρωμαϊκά χρόνια: Στις τελετές των Σατουρναλίων συνήθιζαν να φτιάχνουν πίτα όπου είχαν κρύψει ένα νόμισμα. Όποιος το έβρισκε, ανακηρυσσόταν βασιλιάς της βραδιάς. Όμως μέσα στην πίτα τοποθετούσαν παράλληλα και ένα φασόλι: όποιος έβρισκε το φασόλι ανακηρυσσόταν σατιρικά 'φασουλοβασιλιάς'. Στα Σατουρνάλια επίσης προσέφεραν ως δώρα καρπούς ή κουλούρια τυλιγμένα μέσα σε χρυσά φύλλα ή με στολίδια χρυσά νομίσματα. 

Στη σύγχρονη εποχή, όπως διαβάζουμε στο "Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου", σε όλες τις βασιλόπιτες τίθεται μέσα νόμισμα χρυσό κωνσταντινάτο, αργυρό ή και χάλικινο, αναλόγως του πλούτου της οικογενείας και, επιλέον, σε πολλές επαρχίες της Ελλάδος βάζουν μέσα ένα κομματάκι άχυρο, ένα κομματάκι κλήματος αμπέλου και κλώνου ελιάς κι αλλού στεφάνι ξύλινο μικρό (μικρογραφία μάνδρας) και όποιος βρει κάποιο από τούτα θα είναι τυχερός στα σπαρτά, στον ελαιόκαρπο, στο κρασί και ούτω καθ'εξής. Την παράλληλα ευετηριακή, μαντική αλλά και μαγική αξία του νομίσματος βεβαιώνει και ο Δ. Λουκάτος (1997): "Το νόμισμα αυτό (βυζαντινό πρώτα, έπειτα φράγκικο και τούρκικο, ή τώρα νεοελληνικό και χρυσό διεθνές), που βρίσκεται από τον τυχερό στην πίτα, εκτός από τη μαντική σκοπιμότητά του έχει και μαγική, ακόμα και θρησκευτική σημασία. Το ασημένιο ή χρυσό και γενικά στιλπνό χρώμα του είναι αντιβασκάνιο. Η δύναμή του από το ψωμί, που μαζί του ζυμώθηκε και ψήθηκε, είναι γονιμική για τα κτήματα του σπιτιού. Ο σταυρός του (αν είναι 'κωνσταντινάτο') είναι θεϊκή προστασία. Γι' αυτό συχνά το εξαγοράζουν, ώστε να μένει πάντα στο σπίτι, και το φυλάνε κοντά στις εικόνες. Αλλά το σπουδαιότερο, φέρνει την ευτυχία σ' όποιον το κρατεί απάνω του, ή και σε κείνους που έχουν σχέση μαζί του. Το ίδιο βοηθάνε την παραγωγή και την κτηνοτροφία του σπιτιού, τα γεωργικά και ποιμενικά σύμβολα που βάζουν μέσα στο ζυμάρι. Αλλά και όλη η πίτα με τα κομμάτια της φέρνει την ευλογία και την καλή τύχη. Με τις μερίδες που δίνονται στον Χριστό, στην Παναγία και στον άι-Βασίλη, η πίτα έχει κιόλας αγιαστεί. Ρίχνουν μπουκιές της στα χωράφια και στα δέντρα για να καρπίσουν. Πάνε και ταΐζουν τα ζώα τους, για να είναι γερά. Και οι ανύπαντρες κόρες παίρνουν το κομμάτι την πίτα τους στο μαξιλάρι, και παρακαλούν τον άγιο να τους δείξει σε όνειρο τον γαμπρό". 

Γ) H βασιλόπιτα, o άγιος Βασίλης και η θρησκευτική παράδοση

Από το νόμισμα πάντως ξεκινά και η θρησκευτική παράδοση που συνδέει το έθιμο της βασιλόπιτας με τον άγιο Βασίλειο. Σύμφωνα λοιπόν μ' αυτή (βλ. Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, Ορθόδοξος Συναξαριστής, διαδικτυακές πηγές κ.λπ.), κάποτε στη Καισαρεία της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία, όπου επίσκοπος ήταν ο Μέγας Βασίλειος ήλθε ο Έπαρχος της Καππαδοκίας με πρόθεση να τη λεηλατήσει. Τότε ο Μέγας Βασίλειος ζήτησε από τους πλούσιους της πόλης του να μαζέψουν ό,τι χρυσαφικά μπορούσαν προκειμένου να τα παραδώσει ως "λύτρα" στον επερχόμενο κατακτητή. Πράγματι συγκεντρώθηκαν πολλά τιμαλφή. Κατά την παράδοση όμως είτε επειδή μετάνιωσε ο έπαρχος, είτε (κατ΄ άλλους) εκ θαύματος ο Άγιος Μερκούριος με πλήθος Αγγέλων απομάκρυνε τον στρατό του και έτσι η πόλη σώθηκε από επικείμενη καταστροφή. Προκειμένου όμως ο Μέγας Βασίλειος να επιστρέψει τα τιμαλφή στους δικαιούχους, μη γνωρίζοντας σε ποιόν ανήκει τι, έδωσε εντολή να παρασκευαστούν μικροί άρτοι εντός των οποίων τοποθέτησε ανά ένα των νομισμάτων ή τιμαλφών και τα διένειμε στους κατοίκους την επομένη του εκκλησιασμού. Έτσι τρώγοντας οι κάτοικοι τα ψωμιά έβρισκαν μέσα κάποιο από τα αφιερωθέντα τιμαλφή. Με τον τρόπο αυτό γεννήθηκε το έθιμο της πίτας που ονομάσθηκε Βασιλόπιτα, στην οποία βάζουμε ένα φλουρί. 

Αυτή η θρησκευτική παράδοση παρουσιάζεται με διάφορες παραλλαγές: Έτσι συχνά στη θέση του 'επάρχου' εμφανίζεται κάποιος μεγάλος στρατηγός ή συνηθέστερα ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης, καθώς υπήρξε μεγάλος διώκτης των χριστιανών. Λέγεται λοιπόν ότι ο Ιουλιανός διήλθε από την Καισάρεια κατά την εκστρατεία στον πόλεμο εναντίον των Περσών, διέταξε να φορολογήσουν όλη την επαρχία και τα χρήματα αυτά ζήτησε να τα πάρει επιστρέφοντας για την Κωνσταντινούπολη αλλά ο θάνατός του στον πόλεμο (από κάποιον πολεμιστή και όχι από τη θεϊκή παρέμβαση του αγίου Μερκουρίου) έκανε αδύνατη τη συλλογή των "φόρων" που είχαν μαζευτεί. Πάντως, νεότερες παραλλαγές της παράδοσης, από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία, παρουσιάζουν στη θέση του επάρχου έναν εισπράκτορα των φόρων και τον άγιο Βασίλειο να τον κερδίζει σε χαρτοπαίγνιο και στη συνέχεια να ακολουθεί η διανομή των νομισμάτων τοποθετημένων σε μικρά ψωμιά ή σε μια μεγάλη πίτα! 

Η θρησκευτική αυτή παράδοση, η οποία δεν φαίνεται να τεκμηριώνεται από ιστορικές πηγές, εδράζεται ωστόσο σε κάποια στοιχεία της προσωπικότητάς του Μ. Βασιλείου και της δράσης του. Έτσι αφενός είναι γνωστό ότι ο άγιος διακρινόταν για το τεράστιο φιλανθρωπικό έργο του (βλ. και Κουννούσιης 2013: 7 κ.α.) , κυρίως με την ίδρυση και λειτουργία της "Βασιλειάδας", που ήταν ένα "συγκρότημα με ευαγή Ιδρύματα, όπως φτωχοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο, ξενοδοχείο και νοσοκομείο κ.ά., όπου βρήκαν τροφή και περίθαλψη χιλιάδες πάσχοντες κάθε ηλικίας, γένους και φυλής." (Ορθόδοξος Συναξαριστής). 

Αφετέρου, παρόλο που το επεισόδιο με τον Ιουλιανό δεν θα μπορούσε να αληθεύει όπως παραδίδεται (υπάρχει χρονολογικό ανακόλουθο, εφόσον ο Ιουλιανός σκοτώθηκε το 363 μ.Χ. ενώ ο Μ. Βασίλειος χειροτονήθηκε έναν χρόνο αργότερα, το 364 μ.Χ.), πολλά από τα στοιχεία που περιλαμβάνει θα μπορούσαν να είναι ιστορικά ακριβή: 

Έτσι οι δύο άντρες προφανώς γνωρίζονταν, όχι μόνο γιατί ήταν σχεδόν συνομίληκοι, είχαν σπουδάσει στα ίδια μεγάλα πνευματικά κέντρα της εποχής (Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, Αντιόχεια) και υπήρξαν μαθητές των ίδιων δασκάλων, αλλά κυρίως γιατί είχαν εμπλακεί και οι δύο στη διαμάχη αρειανισμού-χριστιανισμού, υποστηρίζοντας τα αντίπαλα στρατόπεδα (πράγμα που ενδεχομένως αποτέλεσε το έναυσμα για τη δημιουργία της συγκεκριμένης θρησκευτικής παράδοσης). Μάλιστα κάποιες πηγές κάνουν λόγο για την ανταλλαγή δύο πολέμιων επιστολών μεταξύ τους γύρω από αυτό το θέμα (βλ. άρθρο: Απ. Παπαδημητρίου. Οι παράλληλοι βίοι αγίου Βασιλείου και Ιουλιανού). 

Η ιδεολογική τους αντιπαράθεση ήταν καίρια. Ο Ιουλιανός γνώριζε καλά τις διαμάχες ανάμεσα στους Αρειανούς και στους ορθοδόξους κι ίσως η απέχθεια που του δημιουργήθηκε για τους εκφραστές αυτών των "νέων" ιδεών (δηλ. τους ορθοδόξους) τον έστρεψε προς τον κόσμο της κλασικής αρχαιότητας, κόσμο που περιέβαλλε με το ένδυμα του μυστηριακού κλίματος της Ανατολής. Έτσι συγκροτήθηκε η προσωπικότητα του Ιουλιανού, που η φορά της τύχης και των γεγονότων τον έφερε για δεκαεννιά μήνες στον αυτοκρατορικό θρόνο του Βυζαντίου. Ο Ιουλιανός απεχθανόταν τον χριστιανισμό διότι επιπλέον τον θεωρούσε και ως αιτία που χάθηκε ο πατέρας του. Γι' αυτό, αν και (αρχικά) χριστιανός (ἀρειανός), ἔδειξε νωρίς τήν προτίμησή του πρός τήν εἰδωλολατρία καί μάλιστα πρός τή θεουργία, ὅπως ὀνομαζόταν ὁ ἀποκρυφισμός στήν ἐποχή του. Αντίθετα, ο άγιος Βασίλειος ήταν μέγας πολέμιος του αρειανισμού και υπέρμαχος του χριστιανισμού. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς για την αντιπαλότητά τους, η οποία εκφράστηκε μέσα από την παράδοση με την ιστορία των ψωμιών και των τοποθετημένων σ' αυτά κοσμημάτων, μια ιστορία που, όπως είδαμε, εμπλουτίστηκε με πλήθος πληροφοριών και διαφορετικών παραλλαγών και οδήγησε στην θρησκευτική ένδυση του εθίμου της βασιλόπιτας. Ενός εθίμου με πολύ μακρύτερη στον χρόνο προϊστορία.

Κέντρο Μελέτης και Διάδοσης Μύθων και Παραμυθιών 
Δεκέμβριος 2020

Πηγές:

 
Βρετάκος Φίλιππος, (χ.χ.) Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των. Εν Αθήναις.

Καμηλάκη Αικατερίνη & Καραμανές Ευάγγελος, 2008. Λαογραφία:Παραδοσιακός πολιτισμός [επιστ. υπεύθυνη σειράς Άσπα Τσαούση], Αθήνα, Ινστιτούτο Διαρκούς Εκπαίδευσης Ενηλίκων (Ι.Δ.ΕΚ.Ε.)

Καραπατάκης Κώστας, 1981.Το Δωδεκάμερο - Παλιά χριστουγεννιάτικα ήθη και έθιμα. Αθήνα, Παπαδήμας.

Κουννούσιης Γεώργιος, 2013. Άνθρωπος και Κοινωνία στο έργο του Γρηγορίου Νύσσης, διδακτορική διατριβή. Τμήμα Θεολογίας. ΑΠΘ. Θεσσαλονίκη.

Κυριακίδου-Νέστορος Άλκη 19862 [1982]. Οι δώδεκα μήνες. Τα λαογραφικά. Αθήνα. Μαλλιάρης-Παιδεία.

Λαμνάτος Βασίλης, 1987. Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας. Αθήνα, Δωδώνη.

Λουκάτος Δημήτρης, 1997. Χριστουγεννιάτικα και των Γιορτών. Αθήνα, Φιλιππότης.

Μανάβη Χαρίκλεια, 1999. Η διατροφή στον κύκλο του χρόνου. Καθημερινές, γιορταστικές και τελετουργικές τροφές στο χωριό Καβαλάρι Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη. Εκδοτική Ομάδα.

Μέγας Γεώργιος, 19922 [1988]. Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας λατρείας. Αθήνα, Οδυσσέας.

Μερακλής Μιχάλης, 2011. Ελληνική Λαογραφία. Αθήνα, Καρδαμίτσας.

Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του Ήλιου, τόμοι 18. 1945-1960. Αθήνα. Εγκυκλοπαιδική Επιθεώρησις.

Πολίτης Νικόλαος. 1904. Παραδόσεις. Τόμοι 2. Αθήναι, Ιστορική Έρευνα.

ηλεκτρονικές:

Άρθρο: Απ. Παπαδημητρίου. "Οι παράλληλοι βίοι αγίου Βασιλείου και Ιουλιανού. Ανακτήθηκε 25/11/2020 από https://bit.ly/2J3HFmt

Άρθρο: Γεώργιος Ν. Ξενόφος (31.12.2019) "Το έθιμο της βασιλόπιτας και ο Μέγας Βασίλειος" Ανακτήθηκε 25/11/2020 από https://bit.ly/39fhlAp

Ορθόδοξος Συναξαριστής λ.. “Άγιος Βασίλειος ο Μέγας”. Ανακτήθηκε 25/11/2020 από   https://bit.ly/3793jxv

Δημοφιλείς αναρτήσεις