Οι καλικάντζαροι στην ελληνική λαϊκή φαντασία

Της κοινωνιολόγου Μαρίας Βλαχάκη

Πώς μοιάζουν; 
Οι καλικάντζαροι είναι πονηρά, υποχθόνια, άγρια αλλά και αγαπημένα δαιμόνια πλάσματα της πλούσιας λαϊκής φαντασίας που από τα Χριστούγεννα έως τα Θεοφάνεια ζουν ανάμεσα στους ανθρώπους και τους ταλαιπωρούν με σκανταλιές και ζημιές. Στο έργο «Παραδόσεις» που εκδόθηκε το 1904, ο Νικόλαος Πολίτης (1852-1921), θεμελιωτής της λαογραφίας στην Ελλάδα, διασώζει έναν πραγματικό θησαυρό από καταγραφές παραδοσιακών αφηγήσεων του ελληνικού λαού. Απολαυστικές περιγραφές για την αφεντιά των καλικαντζάρων βρίσκουμε και στο έργο «Αερικά, ξωτικά και καλικάντζαροι» (χ.χ.) του Θάνου Βελλούδιου, το οποίο αφιερώνει στον ελληνικό λαό και τις πλούσιες παραδόσεις του. 

Οι καλικάντζαροι λοιπόν είναι άσχημοι και βρωμεροί, μαυριδεροί και τριχωτοί, ξεπλατιασμένοι, μονομάτηδες, στραβομούρηδες και στραβομύτηδες, στραβοπόδαροι και στραβοχέρηδες, και όλα τα στραβά του κόσμου τα έχουν επάνω τους. Άλλοι είναι πολύ ψηλοί και άλλοι κοντόχοντροι, αλλά όσο μπόι κι αν έχουν, το μυαλό τους τρέχει πάντα στο κακό. Έχουν κόκκινα μάτια, πελώρια ή μυτερά αυτιά, κέρατα, ουρά, βρώμικα και μακριά νύχια που δεν τα κόβουν ποτέ. Έχουν χέρια μαϊμούς, πόδια τράγου, γαϊδουριού, βατράχου, πετεινού. Κάποιες φορές οι καλικάντζαροι έχουν χρώμα κόκκινο ή μαβί. Έχουν στραβό στόμα και τους αρέσει να τρώνε σκουλήκια, βατράχια, φίδια, και όλων των λογιών τις βρωμιές. 

Ο Βουρβούλακας Σκαλούμπακας είναι φουσκωμένος σαν μπαλόνι και έχει βατραχοπόδαρα. Ο Τρικλοπόδης-Τριπλοπόδης έχει για χέρια πλοκάμια χταποδιού και τρία πόδια κολλημένα στο κεφάλι, γυρίζει σαν έλικας στον αέρα και σαν τροχός στο έδαφος. Ο Ανέμης έχει τέσσερα χέρια, και από τη μέση και επάνω στριφογυρίζει σαν τη σβούρα. Ο Πρησκομούρης έχει ένα τοσοδά σώμα και μια τεράστια κεφάλα. Όλοι οι καλικάντζαροι ντύνονται με τα χειρότερα κουρέλια, λερωμένα και ξεσκισμένα, και θέλουν να γίνουν και γαμπροί! Κάποιοι φορούν σιδεροπάπουτσα και ο αρχηγός τους ο Μαντρακούκος Ζυμαρομύτης φορά τσαρούχια. 

Οι δύστυχοι οι άνθρωποι δεν καταφέρνουν πάντα να διακρίνουν τους καλικάντζαρους γιατί μπορούν οι άτιμοι και μεταμορφώνονται σε τράγους, γυναίκες, παιδιά, και οτιδήποτε άλλο θέλουν. Στην Αθήνα ο κόσμος σκιάζεται γιατί είναι σαν κανονικοί άνθρωποι και θέλουν οπωσδήποτε να παντρευτούν κοπέλες ανθρωπινές. Μπορούμε όμως να τους ξεχωρίσουμε από το χέρι τους που το μακραίνουν όσο θέλουν, και από το κυνηγητό που ρίχνουν στους ανθρώπους για να τους φοβερίσουν και να τους τρελάνουν στον χορό. Στην Πύλο μάλιστα λένε πως οι καλικάντζαροι όλη τη χρονιά είναι άνθρωποι κανονικοί και τις Κυριακές πάνε στην εκκλησία, και μόνο τις δώδεκα άγιες ημέρες γίνονται άφαντοι από την καθημερινή ζωή του χωριού και ακολουθούν τους άλλους καλικάντζαρους. 


Πώς λέγονται; 
Στις «Παραδόσεις» (1904) φαίνεται πως οι καλικάντζαροι έχουν πολλές ονομασίες σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, όπως λυκοκάντζαροι, λυκοκαντζαραίοι, λυκοκάντζαρα, σκαλικαντζέρια, καρκαντζέλια, σκαλικάντζαροι, κολικάντζαροι, καρκάντζολοι, κωλοβελόνηδες, παγανά, βουρβούλακες, κ.α. Στην Κύπρο λέγονται και πλανήταροι, πλανηταρούδια, και στην Κωνσταντινούπολη καήδες, μαντρακούκοι, και οι γυναίκες καλικαντζαρίνες λέγονται βερβελούδες και κρέμονται από τις καμινάδες σαν μαϊμούδες! 

Στα «Αερικά, ξωτικά και καλικάντζαροι» (χ.χ.) βρίσκουμε και άλλες ονομασίες, όπως καλκάδες, βερζεβούδες, τζόγιες, σκάλικοι, σκαλκώταδοι, κολιτσάνγγαροι, καρακαντάληδες, άντζαροι, καλιτσάντεροι, καρκαντζελούδια, καλκαντζάδες, καλοβρύσηδες, καρακαντζόληδες, τσαλιτσανγγαρούδια, λυκιτσάρδια, γκατζώνια, καλπούσια, γκαριτζάνγγαροι, αρωίτες, λικαντζάρια, γκατζόμαροι, κατσουμάροι, καλισπούδες κ.α. Κάποιοι καλικάντζαροι μάλιστα απεικονίζονται σε υπέροχα και απολαυστικά σχέδια και έχουν συγκεκριμένα ονόματα, όπως Τρίχας, Ψιλοβελόνης Μακαρόνης, Μαντρακούκος Ζυμαρομύτης, Βουρβούλακας Σκαλούμπακας, Πρησκομούρης, Τριπλοπόδης Τρικλοπόδης, Τρίμουρη Βερζεβού, Ανέμης, Πλανήταρος Καρλάφτης, και ο κατάλογος μακραίνει. 

Οι καλικάντζαροι πιθανότατα έχουν τις ρίζες τους στους Σάτυρους και τον θεό Πάνα από την ελληνική μυθολογία, και αρχαίες γιορτές. Ίσως είναι και πλάσματα της νεότερης ελληνικής φαντασίας βασισμένα σε αρχαίους μύθους και παμπάλαιες ιστορίες μιας και διατηρήθηκαν στη μνήμη του λαού. Μπορεί να συσχετίζονται με τις ψυχές των νεκρών που ανεβαίνουν από τα βάθη του Άδη στον κόσμο των ζωντανών και πειράζουν τους ανθρώπους. Στην Τήνο πάντως η παράδοση λέει πως οι καλικάντζαροι είναι κανονικοί άνθρωποι και πως τα παλιά χρόνια που οι παπάδες δεν ήταν πολύ γραμματιζούμενοι και έκαναν λάθος στα λόγια τους όταν βάπτιζαν τα μωρά, τότε τα μωρά γίνονταν καλικάντζαροι! 

Πού ζουν και πότε μας επισκέπτονται; 
Οι καλικάντζαροι ζουν στα βάθη της γης και όλη τη χρονιά πριονίζουν και πελεκάνε με τσεκούρια το δέντρο που βαστά τη γη όρθια. Άλλοι μάλιστα ροκανίζουν με τα δόντια και τα μακρουλά κοφτερά τους νύχια. Όταν ο κορμός του δέντρου έχει γίνει λεπτός σαν κλωστή, φτάνει παραμονή Χριστουγέννων και ξεκινά το Άγιο Δωδεκαήμερο. Τότε οι καλικάντζαροι παρατούν τα πριόνια, τα δρεπάνια και τα τσεκούρια και λένε αναμεταξύ τους: «Πάμε και θα πέσει μοναχό του…». 

Αφήνουν το σκοτεινό τους βασίλειο και ακολουθώντας υπόγεια περάσματα που μπορούν να τους οδηγήσουν στον κόσμο των ανθρώπων, ξεπετιούνται στην επιφάνεια της γης μέσα από φαράγγια, πηγάδια, πηγές, καταβόθρες, και από όπου αλλού μπορούν να ξετρυπώσουν. Κάποιοι κάνουν το μεγάλο αυτό ταξίδι μέσα σε χρυσές βάρκες ή καρυδότσουφλα. Όσο για τα μικρά καλικαντζαράκια, εκείνα βγαίνουν μέχρι και από τις μυρμηγκοφωλιές! 


Ποια είναι τα καμώματά τους και τι ζημιές κάνουν; 
Εκείνες τις δώδεκα ημέρες που οι καλικάντζαροι ανεβαίνουν στη γη, γυρίζουν όλη τη νύχτα αποδώ και αποκεί χωρίς να ησυχάζουν. Τόσο πολύ τους κυριεύει ο διάβολος που τρέχουν λες και τους κυνηγούν, και όλο θέλουν να βρίσκονται σε δουλειά. Την ημέρα με το φως του ήλιου κρύβονται σε σκοτεινές φωλιές, σε σπηλιές και χαλάσματα. Όταν βραδιάζει παραμονεύουν σε μύλους και γεφύρια, σε μονοπάτια και τρίστρατα, και αλίμονο σε όποιον περαστικό και διαβάτη βρεθεί στον δρόμο τους. Τον κοροϊδεύουν και ξεκαρδίζονται στα γέλια, τον καβαλάνε στην πλάτη, τον ζουλάνε, τον ζουμπάνε, τον γδέρνουν με τα βρωμερά και κοφτερά τους νύχια, ώσπου τον ρίχνουν κατάχαμα. Και αν ο δύστυχος άνθρωπος έχει ζώα μαζί του, βάζουν τρικλοποδιές στα ζωντανά και τα ταλαιπωρούν. Συχνά, αν δουν άνθρωπο τον αρπάζουν από το χέρι και τον χορεύουν με το ζόρι γύρω γύρω μέχρι να τον ξελιγώσουν στην κούραση και να τον αφήσουν λιπόθυμο. 

Οι μυλωνάδες συχνά είχαν πάρε δώσε με τους καλικαντζάρους και υπάρχουν πολλές λαϊκές ιστορίες με τις περιπέτειές τους. Μια από αυτές λέει πως ένας μυλωνάς έψηνε ανήμερα του Χριστού κρέας λαχταριστό και μοσχομυριστό. Ένας καλικάντζαρος εμφανίστηκε που ήθελε να του φάει το κρέας και τον ρώτησε με ψευδή λαλιά: «Πώς σε λένε μπάλμπα (μπάρμπα);». Ευτυχώς του έκοψε γρήγορα του μυλωνά και απάντησε: «Με λένε ο εαυτός μου». «Ωλαίο όνομα έχεις μπάλμπα» είπε ο καλικάντζαρος για να τον καλοπιάσει, γιατί ήταν βλέπετε και μαλαγάνας. Άρχισαν να μαλώνουν για το κρέας, και όταν αγανάκτησε ο μυλωνάς και έφτασε στο αμήν ο χριστιανός, έδωσε μια στον καλικάντζαρο με την πυρωμένη σούβλα και τον έκαψε. Άρχισε και ο καλικάντζαρος να σκούζει και να φωνάζει: «Βοήθεια, αδέλφια! Τρεχάτε, σώστε με! Με έκαψε ο εαυτός μου!». Οι άλλοι άκουσαν φασαρία και μαζεύτηκαν στον μύλο αλλά πού να τον πάρουν σοβαρά με τις τρέλες που έλεγε; «Βρε πως τα κατάφερες να καείς μοναχός σου και να λες ότι σε έκαψε ο εαυτός σου; Στραβός ήσουνα και έπεσες επάνω στη θράκα ή μήπως χάζεψες;» τον ρωτούσαν. 

Δεν φτάνουν όμως οι σαματάδες που κάνουν έξω, σκαρφαλώνουν στα δέντρα και πηδούν από στέγη σε στέγη και μπαίνουν στα σπίτια από τις καπνοδόχους και τις κλειδαρότρυπες. Ο Ψιλοβελόνης Μακαρόνης μάλιστα, χωράει να περάσει και από χαραμάδες στις πόρτες και τα παραθύρια. Κάνουν το σπίτι άνω κάτω με ζημιές και βρωμιές, ρίχνουν χάμω τις στάμνες με τη ζάχαρη και το αλεύρι και τις μαγαρίζουν. Είναι φωνακλάδες, βγάζουν κραυγές λες και είναι θεριά ανήμερα, ψευδίζουν, και μουρμουράνε συνεχώς τη δουλειά που θέλουν να κάνουν για να μη την ξεχάσουν. Ο Πλανήταρος Καρλάφτης πάντως που έχει και αυτιά γουρουνιού, πηδά σαν ψύλλος τις μάντρες και τους τοίχους αλλά θέλει απλά να παίξει με τους ανθρώπους και όχι να τους τυραννήσει. 

Από τα φαγητά των ανθρώπων οι καλικάντζαροι αγαπούν πολύ το χοιρινό κρέας και τα λουκάνικα, και είναι τέτοιοι γλυκατζήδες που ξετρελαίνονται για δίπλες, καλούδια και λιχουδιές. Γι’ αυτό, έτσι και οι νοικοκυρές ξεχάσουν να τους αφήσουν φαγητό και γλυκά στο τζάκι, θα κάνουν το σπίτι ρημαδιό. Ο Μαντρακούκος Ζυμαρομύτης, που η παχιά και μακρουλή του μύτη πάει πέρα δώθε, είναι τόσο λαίμαργος με τα λουκάνικα, που μέχρι και τσιγκέλι ρίχνει από την καμινάδα και τα αρπάζει μέσα από την τσουκάλα που βράζουν. 

Οι καλικάντζαροι ονειρεύονται να παντρευτούν κοπέλες ανθρωπινές, και αν εκείνες σκεφτούν έξυπνα και το ζητήσουν, τους φέρνουν φορέματα, παπούτσια, χρυσαφικά, διαμαντικά, σκουλαρίκια, βραχιόλια, τσιμπιδάκια, στολίδια και πλουμίδια και οτιδήποτε άλλο φανταστεί ο γυναικείος νους. Άλλοτε τις φοβερίζουν ότι θα τις φάνε ή τις γραζουνάνε, και άλλοτε θέλουν να τις πιάσουν στο χορό ή να τις πάρουν μαζί τους στις σπηλιές τους. Καμιά φορά οι καλικάντζαροι παίρνουν γυναίκες ανθρωπινές για να ξεγεννήσουν τις καλικαντζαρίνες, και αν το καλικατζαράκι είναι κοριτσάκι, μαύρο φίδι που την έφαγε τη μαμή! 

Οι καλικάντζαροι στο Πήλιο βγάζουν φωτιές από το στόμα, πανε στα ζωα, τα πειράζουν και τα περδικλώνουν. Στη Χίο αν τύχει και συναντήσουν κανέναν παλαβό, εκείνος παίρνει τέτοια μεγάλη τρομάρα που γιατρεύεται. Στη Σάμο μιλούν με πολύ άσχημα λόγια στους ανθρώπους και τους βρίζουν. Πάνε και ζυγίζουν τα γνέματα των κοριτσιών και αλίμονο στις ανεπρόκοπες και τις ακαμάτες που δεν έχουν γνέσει αρκετό μαλλί! Στους αργαλειούς πάει και μπλέκεται και ο Ανέμης. Είναι η αγαπημένη του ασχολία να ανακατώνει τα νήματα και τις κλωστές. Στην Τήνο οι καλικάντζαροι είναι σαν κανονικοί άνθρωποι, αλλά πολύ ψηλοί και άγριοι. Στα καλά καθούμενα φτύνουν τους ανθρώπους στο μούτρο και οι φουκαριάρηδες οι άνθρωποι πρήζονται. 

Στην Κύπρο μεταμορφώνονται άλλοτε σε σκυλιά και λαγούς, και άλλοτε σε γαϊδάρους και καμήλες. Ξεγελιούνται οι άνθρωποι, καβαλικεύουν τα ζώα και τότε αυτά ψηλώνουν σαν βουνά και τους γκρεμίζουν. Μεταμορφώνονται και σε κουβάρια, και οι άνθρωποι σκοντάφτουν επάνω τους και μπερδεύουν τα ποδάρια τους. 

Στην Αράχωβα δεν κάνουν κακό στους ανθρώπους και δεν μπορούν να βγάλουν σε άκρη καμιά δουλειά, γιατί είναι κουτοί και ασυνεννόητοι και συνεχώς μαλώνουν μεταξύ τους. Εκεί οι άνθρωποι δεν τους φοβούνται καθόλου, και μάλιστα τους κοροϊδεύουν και τους λένε σταχτοπόδηδες, σταχτιάρηδες, κατουρλήδες. Λένε πως έχουν αστεία περπατησιά και το φέρσιμό τους είναι ακόμη πιο κουτό. Για παράδειγμα, ένας καλικάντζαρος μακροπόδαρος και ψηλός μέχρι εκεί πάνω καβαλικεύει ένα μικρό πετεινάρι. Ένας κοντορεβίθης κάθεται επάνω σε ψηλό γαϊδούρι και ενώ βλέπει ότι πέφτει χάμω, προσπαθεί να ξανανέβει. Στην Αράχωβα η παράδοση λέει πως οι καλικάντζαροι κουβαλούν μαζί τους και ζώα που έχουν επάνω τους άθλια και ελεεινά στολίδια, και το καθένα τους έχει και από ένα κουσούρι. 

Πώς γλυτώνουμε; 
Επειδή οι καλικάντζαροι είναι λαίμαργοι και αγαπούν πολύ το χοιρινό κρέας, τα λουκάνικα και τις λιχουδιές, οι νοικοκυρές πρέπει πάντα να θυμούνται και να αφήνουν στο τζάκι πιατέλες με φαγητά και γλυκά, δίπλες, ξεροτήγανα και τηγανίτες, για να ντερλικώσουν και να φύγουν χωρίς να διαλύσουν το σπίτι. Θα πρέπει επίσης να κλείνουν καλά τις στάμνες με το αλεύρι και τη ζάχαρη και να σφραγίζουν όλα τα φαγώσιμα για να μην τα μαγαρίσουν. 

Οι καλικάντζαροι είναι άγριοι αλλά και φοβητσιάρηδες και τρομάζουν με τις φωτιές, τις βροντές και τους θορύβους. Στο σπίτι πρέπει πάντα να υπάρχει ένα δαυλόξυλο με φωτιά αναμμένη για να μην κοντοζυγώνουν, και απαραιτήτως ένας σταυρός στην εξώπορτα. Πολύ σημαντικό είναι οι νοικοκυραίοι να καλούν τον παπά στο σπίτι και να το ραντίζουν με αγιασμό. Αν οι καλικάντζαροι μπουν στο σπίτι, οι άνθρωποι μπορούν να πετάξουν αλάτι χοντρό στο τζάκι, και με το θόρυβο αυτό οι καλικάντζαροι θα τρομάξουν και θα φύγουν. Όταν οι άνθρωποι αντικρίζουν καλικαντζάρους, πρέπει να κάνουν τον σταυρό τους και να λένε από μέσα τους ή να σιγοψιθυρίσουν το «Πάτερ ημών». Αν οι καλικάντζαροι τους πιάσουν στο χορό, οι άνθρωποι δε θα πρέπει να τους μιλήσουν καθόλου, και το σημαντικότερο είναι να μη τους κοροϊδέψουν η βρίσουν. 

Πολλές κυράδες, για να τους κρατήσουν απασχολημένους, τους δίνουν ένα κόσκινο για να μετρήσουν τις τρύπες. Εκείνοι κάθονται φρόνιμοι και σοβαροί και μετρούν «ένα, δυο, ένα, δυο» γιατί το τρία δεν το ξέρουν ή το έχουν για κακό. Κάποιες φορές καίνε παλιοτσάρουχα στο τζάκι και οι καλικάντζαροι δεν αντέχουν τη μυρωδιά. Φεύγουν θυμωμένοι και φωνάζουν: «Παλιοτσάρουχο μυρίζει εδώ, μουντζώστε τούτο το χωριό!». 

Ένας άλλος τρόπος είναι η αφήγηση. Μια παράδοση στην Αθήνα λέει πως οι κωλοβελόνηδες ξύπνησαν μια γυναίκα νυχτιάτικα για να ζυμώσει και της έλεγαν: «Θα σε φάμε!» και «Σήκω να σε φάμε!». «Σταθείτε να σας πω ένα παραμύθι!» είπε εκείνη και τους κράτησε ακούνητους και αμίλητους χωρίς να την πειράξουν, μέχρι το ξημέρωμα που λάλησε και ο τρίτος πετεινός. Και έτσι γλύτωσε η γυναίκα. Αν συναντήσετε καλικάντζαρους λοιπόν, δοκιμάστε να τους αφηγηθείτε παραμύθια. 

Μεγάλη προσοχή πρέπει να δίνουν και οι παπάδες στα λόγια τους κατά τη βάπτιση γιατί αν μπερδευτούν, το μωρό γίνεται καλικάντζαρος. Καλικάντζαρος γίνεται και το μωρό που γεννιέται τα Χριστούγεννα, γι’ αυτό οι γονείς τα παλιά χρόνια το βάπτιζαν την ίδια ημέρα που γεννιόταν ή του καψάλιζαν τα νύχια στη φωτιά, καθώς καλικάντζαρος χωρίς νύχια δεν υπάρχει! 


Πότε φεύγουν; 
Οι καλικάντζαροι παριστάνουν τους αθεόφοβους, αλλά περισσότερο από όλα φοβούνται τον παπά και δε μπορούν να βαστάξουν τη δύναμη του αγιασμού. Την ημέρα των Φώτων λοιπόν που ο παπάς αγιάζει τα νερά και πετά το Σταυρό, εκείνοι παλαβώνουν από την τρομάρα τους, το βάζουν στα πόδια και φωνάζουν: «Φεύγετε να φεύγουμε γιατί έρχεται ο τουρλόπαπας (ή διαβολόπαπας ή ζουρλόπαπας) με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του να μας αγιάσει, να μας βρέξει και να μας κατακάψει!» ή «Φεύγετε να φεύγουμε γιατί έρχεται ο παπατούρλακας να αγιάσει, να ξαγιάσει και να μας τουμπανιάσει (ή να μας ψωριάσει)!». Στη Σκιάθο ο λαός φαντάζεται και τα μικρά καρκαντζέλια να τρέχουν ξωπίσω από τους μεγάλους καλικαντζαραίους και να φωνάζουν: «Καρτεράτε με κι εμένα να βάλω το τσαρουχάκι μου!». 

Μετά από δώδεκα ολόκληρες ημέρες σκανταλιές και ανακατώματα, την ημέρα των Φώτων μεγάλοι και μικροί καλικάντζαροι αφήνουν τους ανθρώπους στην ησυχία τους στον επάνω κόσμο και κατεβαίνουν στα βάθη της γης. Τότε βλέπουν πως ο Θεός έχει κάνει το θαύμα του και ο κορμός που τον είχαν αφήσει τόσο δα λεπτό σαν κλωστή, είναι γερός και δυνατός όπως πριν. Αναποδιασμένοι και πεισματάρηδες όπως είναι, αρπάζουν τα τσεκούρια, τα δρεπάνια και τα πριόνια και πέφτουν με τα μούτρα στη δουλειά χωρίς να χάσουν στιγμή. Ξεκινούν το πελέκημα πάλι από την αρχή, και αυτό κάνουν χωρίς σταματημό περιμένοντας να έρθουν τα επόμενα Χριστούγεννα!

Κέντρο Μελέτης και Διάδοσης Μύθων και Παραμυθιών 
Δεκέμβριος 2020

Πηγές

Αγγελίδου, Μ. (2006). Τα παραμύθια των αδελφών Γκριμμ. Αθήνα: Άγρα. 


Αγγελοπούλου, Ά. & Μπρούσκου, Α. (1999). Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 300-499. Αθήνα: Κ.Ν.Ε. - Ε.Ι.Ε. 

Βαλάση, Ζ. (1996). Το Τεσσεροφύλλι. Ελληνικές λαϊκές παραδόσεις. Αθήνα: Κέδρος. 

Βελούδιος, Θ. (χ.χ.). Αερικά, ξωτικά και καλικάντζαροι. Αθήνα: Γ. Τσιβεριώτης. 

Garner, A. (1972). A book of goblins. London: Penguin Books. 

Grimm, J. & W. (1812). Kinder und Haus Märchen. Vol. I. Berlin: Realschulbuchhandlung. 

Grimm, J. & W. (1823). German popular stories. Translated from the Kinder und Haus Mährchen by Edgar Taylor. Collected by M. M. Grimm from oral tradition. Vol. I. London: C. Baldwyn. 

Grimm, J. & W. (1853). Household Stories. Collected by the Brothers Grimm. Newly translated . Vol. I. London: Addey and Company. 

Ιωακειμίδου, Γ. (2018, Ιαν. 6). Οι Πόντιοι Καλικάντζαροι. Εφημερίδα Εύξεινος Πόντος. Ανακτήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2020 από τον ιστότοπο https://bit.ly/34xRAIv 

Jacobs, J. (1892). Celtic fairy tales. London: David Nutt. 

Kirby, W. F. (1895). The hero of Esthonia and other studies in the romantic literature of that country. Vol. I. London: John C. Nimmo. 

Kreutzwald, F. R. (1869). Ehstnische Märchen. Translated from the Estonian by Ferdinand Löwe. Halle: Verlag der Buchhandlung des Waisenhauses. 

Λουκάτος, Δ. (1979). Χριστουγεννιάτικα και των Γιορτών. Αθήνα: Φιλιππότη. 

Λουκάτος, Δ. (1985). Συμπληρωματικά των Χριστουγέννων και της Άνοιξης. Αθήνα: Φιλιππότη. 

Lang, A. (1901). The violet fairy book. London: Longmans, Green, and Company. 

Μέγας, Γ. (1956). Ελληνικές γιορτές και έθιμα λαϊκής λατρείας. Αθήνα: Εστία. 

Manning-Sanders, R. (1969). A book of ghosts and goblins. New York: E. P. Dutton & Co., Inc. 

Naake, J. T. (1874). Slavonic fairy tales. Collected and translated from the Russian, Polish, Serbian, and Bohemian. London: Henry S. King & Co. 

Πολίτης, Ν. (1904). Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού. Παραδόσεις. Αθήνα: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου. 

Ρωμαίος, Κ. (1959). Κοντά στις Ρίζες. Έρευνα στον ψυχικό κόσμο του ελληνικού λαού. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. 

Σακελλαρίου, Χ. (1987). Εύθυμα ελληνικά λαϊκά παραμύθια. Αθήνα: Κέδρος. 

Τότσικας, Α. (2016, Ιαν. 4). Οι καλικάντζαροι στη λαϊκή παράδοση. Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού. Ανακτήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2020 από τον ιστότοπο https://bit.ly/3oY7qnw